- βατσέλι
- το (Μ βατσέλι[ν])λεκάνη (συνήθως χάλκινη)νεοελλ.1. δίσκος2. δοχείο για νερό3. μέτρο χωρητικότητας δημητριακών4. μέτρο έκτασης αγρών ίσο με 1.214 τετραγωνικά μέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vascello «πλοίο (πολεμικό)»].
Dictionary of Greek. 2013.